φόρος

φόρος
φόρος, ου, ὁ (φέρω) that which is brought in as payment to a state, with implication of dependent status, tribute, tax (Hdt., Aristoph., et al.; ins, pap, LXX; TestJob 1:3 [n.pr.m.]), in our lit. in the expr. pay taxes or tribute φόρον (φόρους) δοῦναι (1 Macc 8:4, 7; cp. Just., A I, 17, 1 φόρους … φέρειν) Lk 20:22; 23:2 (cp. Jos., Bell. 2, 403 Καίσαρι δεδώκατε τὸν φόρον); ἀποδοῦναι (Jos., Ant. 14, 203, C. Ap. 1, 119) Ro 13:7 (φόρ. twice: pay tribute to the one entitled to receive tribute); τελεῖν (Jos., Ant. 5, 181; 12, 182; Tat. 4, 1) vs. 6 (φόρους).—B. 802; Pauly-W. VII 1–78; BHHW III, 1868f; RAC II 969–72.—DELG s.v. φέρω D. M-M. TW. Sv.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φορός — bearing masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φόρος — that which is brought in by way of payment masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φόρος — Το μέρος εκείνο του εθνικού εισοδήματος που παίρνουν οι δημόσιοι οργανισμοί από τις ιδιωτικές οικονομικές μονάδες, για να εξασφαλίζουν τα μέσα που χρειάζονται για την ανάπτυξη της δικής τους δραστηριότητας. Ο φ. αποτελεί το όργανο διαμέσου του… …   Dictionary of Greek

  • -φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… …   Dictionary of Greek

  • φορός — Το μέρος εκείνο του εθνικού εισοδήματος που παίρνουν οι δημόσιοι οργανισμοί από τις ιδιωτικές οικονομικές μονάδες, για να εξασφαλίζουν τα μέσα που χρειάζονται για την ανάπτυξη της δικής τους δραστηριότητας. Ο φ. αποτελεί το όργανο διαμέσου του… …   Dictionary of Greek

  • φόρος — I (λ. λατ.), το φόρο (βλ. λ.). II 1. εισφορά σε χρήμα ή σε είδος που πληρώνει ο πολίτης για το κράτος ή για διάφορα νομικά πρόσωπα: Έμμεσοι φόροι. – Ο φόρος της δεκάτης. 2. χρηματικό ποσό που πληρώνει ημιανεξάρτητη χώρα στον κυρίαρχο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εναρ(σ)φόρος — ἐναρ(σ)φόρος, ον (Α) εναρηφόρος* …   Dictionary of Greek

  • ζω(ο)φόρος — η ου, το διάζωμα των αρχαίων ναών που περιλαμβάνεται ανάμεσα στο επιστύλιο και στο γείσο και που κοσμείται με ανάλογες μορφές ζώων και ανθρώπων: Η ζωφόρος του Παρθενώνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αβιωτίκιο — Φόρος των Βυζαντινών που επιβαλλόταν στην περιουσία εκείνων που πέθαιναν χωρίς κληρονόμους. Ο φόρος ξεκίνησε από τους μεγάλους γαιοκτήμονες, που τον επέβαλαν στις περιουσίες των άκληρων παροίκων τους. Το α., ως επίσημη κρατική φορολογία έφτανε… …   Dictionary of Greek

  • φορόν — φορός bearing masc/fem acc sg φορός bearing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φορώτατον — φορός bearing masc acc superl sg φορός bearing neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”